- αμετασάλευτος
- -η, -οεπίρρ. -α αμετακίνητος: Στην πολυθρόνα κάθεται αμετασάλευτος μήνες τώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμετασάλευτος — η, ο (AM ἀμετασάλευτος, ον) [μετασαλεύω] αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός … Dictionary of Greek
ατάρακτος — και ατάραχος και ατάραγος, η, ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, ον) ήρεμος, γαλήνιος νεοελλ. 1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει 2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής αρχ. 1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός 2. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek